Abbildungen der Seite
PDF
EPUB

GRÆCE ET LATINE.

EDIDIT,

ANNOTATIONESQUE,

EX NOTIS NONNULLIS MANUSCRIPTIS

A SAMUELE CLARKE, S. T.P.

RELICTIS,

PARTIM COLLECTAS, ADJECIT

SAMUEL CLARKE, S.R.S.

EDITIO QUINTA.

Τὴν Ὀδύσσειαν, καλὸν ἀνθρωπίνου βίου κάτοπτρον.

Alcidamas, apud Arist. Rhet. l. 3. c. 5.

TOM. II.

LONDINI:

IMPENSIS J. CUTHELL; J. NUNN; LAW & WHITTAKER; LONGMAN & SOC.;
LACKINGTON & SOC.; ROBERTI SCHOLEY; J. MAWMAN; BALDWIN, CRADOCK & JOY;
E. WILLIAMS; G. COWIE & SOC.:-EDINBURGI, BELL & BRADFUTE;
DOIG & STIRLING;-ET EBORACI, WILSON & FIL.

MDCCCXV.

[blocks in formation]

ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

ΟΔΥΣΣΕΙΑ Σ

ΡΑΨΩΔΙΑ, ἢ ΓΡΑΜΜΑ, Ξ.

Υπόθεσις τῆς ῥαψῳδίας Ε.

ΞΕΝΙΣΜΟΣ Οδυσσέως γίνεται ἐν τῷ ἀγρῷ παρ' Εὐμαίῳ· καὶ ποικίλη τὶς ὁμιλία.

Αλλη υπόθεσις.

ΟΔΥΣΣΕΩΣ παρουσία πρὸς Εὔμαιον, καὶ λόγοι γίνονται, ἀναπλάττοντος ἑαυτὸν, καὶ πράξεις τινὰς ἐκτιθεμένου.

Ἐπιγραφαί.

Οδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.
"Αλλως.

Ει δ' Οδυσήα ξείνισεν Εὔμαιος ἀγρῷ ὑφορβός.

Αὐτὰρ ὁ ἐκ λιμένος προσέβη τρηχεῖαν ἀταρπὸν,
Χῶρον ἀν ̓ ὑλήεντα δι ̓ ἄκξιας· ᾗ οἱ ̓Αθήνη

Ar hic ex portu ingressus est asperam viam,
Locum per sylvosum, per juga; quà ei Minerva

Ver. 1. Αὐτὰρ ὁ ἐκ λιμένος προσέβη &c.] Laudat hic Poetam Diomysius Halicarnassensis, quod sententiarum membra ita intersecuerit, periodosque ita disposuerit, ut ad orationem solutam quàm proximè accedat narratio. Τὸν δὲ βουλόμενον ἐν τούτῳ τῷ μέρει κατορθοῦν τὰ τῆς λέξεως μόρια, δεῖ πολυειδῶς στρέφειν τε καὶ συναρμόττειν, καὶ τὰ κῶλα ἐν διαστήμασι ποιεῖν συμμέτρως, μὴ συναπαρτίζοντα τοῖς στίχοις, ἀλλὰ διατέμνοντα τὸ μέτρον, ἄνισά σε ποιεῖν αὐτὰ καὶ ἀνόμοια· πολλάκις δὲ καὶ εἰς κόμματα συνάγειν βραχύτερα κώλων, τάς τε ΤΟΜ. ΙΙ,

[merged small][ocr errors][merged small]

406395

A

[ocr errors]

Πέφραδε διον ὑφορβὸν, ὅ οἱ βιότοιο μάλιστα
Κήδετο οἰκήων, οὓς κτήσατο δῖος Οδυσσεύς.
Τὸν δ ̓ ἄρ ̓ ἐνὶ προδόμῳ εὖς' ἥμενον, ἔνθα οἱ αὐλὴ
Υψηλὴ δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ,

Καλή τε, μεγάλη τε, περίδρομος· ἣν ῥα συβώτης
Αὐτὸς δείμαθ ̓ ὕεσσιν, ἀποιχομένοιο άνακτος,
Νόσφιν δεσποίνης, καὶ Λαέρταο γέροντος,
Ῥυτοῖσιν λάεσσι, καὶ ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ·

Σταυροὺς δ ̓ ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα,
Πυκνοὺς καὶ θαμέας, τὸ μέλαν δευὸς ἀμφικεάσσας·
Ἔντοσθεν δ ̓ αὐλῆς συφεοὺς δυοκαίδεκα ποίει
Πλησίον ἀλλήλων, εὐνὰς συσίν· ἐν δὲ ἑκάστῳ
Πεντήκοντα σύες χαμαιευνάδες ἐρχατόωντο

Designaverat eximium subulcum, qui ei victum maximè
Curabat famulorum, quos comparaverat nobilis Ulysses.
Eum autem in vestibulo invenit sedentem, ubi ei caula
Alta aedificata erat, undique-conspicuo in loco,

Pulchraque, magnaque, vacuis-spatiis-circumdata ; quam scilicet subulcus
Ipse aedificaverat suibus, absente rege,

Sine dominâ, et Laërte sene,

Advectitiis lapidibus, et cinxerat sepe-spinosa ;

Palosque extrà adegerat prorsùs hinc atque illinc,

Densos et crebros, nigrà roboris parte circum-fissâ :
Intra verò caulam suilia duodecim fecerat

Propè invicem, cubilia suibus; in singulis autem
Quinquaginta sues humi-cubantes concludebantur

[blocks in formation]

Ver. 5. Πέφραδε.] Vide ad Il. β', 514. et | θριγκὸς δὲ λέγεται ἡ ἐπὶ τοῖς οἴκοις στεφάνη. *', 500. Schol.

Ibid.

- διον ὑφορβόν.] Fidelitate nimirum, et in rebus domini sui curandis studio eximium. Barnesius et propter Generis nobilitatem διον appellari existimat. Vide infrà ad ver. 22. item ó, 412. Ibid. · oi.] Al. is oi.

Ver. 4.

296.

- κτήσατο.] Vide suprà ad ί,

Ver. 6. - περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ.] Eustathius in commentario citat, κατωρυχέεσσι λίθοισι. Minus recte, propter sequentem Ρυτοῖσιν λάεσσι, ver. 10.

Ver. 7. περίδρομος.] Περιοδευτή, γεί σονας μὴ ἔχουσα τοὺς ἐμποδίζοντας τῷ βουλομένῳ περιδραμεῖν καὶ περιελθεῖν αὐτήν. Schol.

Ver. 8. Αὐτὸς δείμαθ' θεσσιν.] Τὸ δὲ “ αὐΟι τὸς δείματος” κατ' ἐξοχὴν ἔχει τὸ Αὐτός· ὡς αὐτὸς δαπανήσας. Eustath. Al. Αύτὸς δείματο οἶος.

Ver. 10. Ρυτοῖσιν λάεσσι.] Ελκυστοῖς, μεγάλοις, καὶ μὴ δυναμένοις διὰ χειρῶν βασταχθῆναι λίθοις. Schol.

Ibid. · ἀχέρδῳ.] "Αχερδος ἐστὶν ἀκανθῶς δες φυτὸν, ἐξ οὗ τὰς αἱμασίας ποιοῦσιν. "Ενιοι δὲ ἀπέδοσαν τὴν ἀγρίαν ἄπιον· ἀκανθώδης γὰρ ἡ αὐτὴ εἴωθεν εἶναι. Schol.

Ver. 11. Σταυρούς.] Τὰ ὀρθὰ καὶ ἀπεξυσμένα ξύλα. Schol.

Ver. 12. - θαμέας.] Αl. μεγάλους. Ibid. - μέλαν δρυός.] Ητοι δάσος, ἢ τὴν εντεριώνην, τὸ ἐγκάρδιον τοῦ δρυός· μελάνδρυον γάρ λέγεται διὰ τὴν χροιάν, ἢ τὸν φλοιὸν τῆς δρυός. Schol. Αρίσταρχος δὲ τὸν φλοῦν οὕτω νοεῖ. Κράτ της δὲ τὴν δασύτητα καὶ πολλὴν πυκνότητα τῶν φύλλων μελάνδρυον καλεῖ. Eustath.

Ver. 15. — σύες χαμαιευνάδες.] ̓Απὸ τοῦ παρακολουθοῦντος αὐτοῖς· πολλὰ γὰρ τῶν ἄλλων τετραπόδων ὀρθὰ κοιμᾶται καὶ ἑστῶτα. Hesy chius. Παχύνεσθαι δὲ τὸν σὺν ἀκούω μὴ λουόμενου μάλιστα, ἀλλ' ἐν τῷ βορβόρῳ διατρίβοντά τε καὶ στρεφόμενον. Καὶ Ὅμηρος δὲ ἔοικε ὑποδη λοῦν ταῦτα· περὶ μὲν οὖν τοῦ κυλινδεῖσθαι αὐτὸν καὶ φιληδεῖν τοῖς ῥυπαρωτέροις τέλμασι λέγων “ σύες χαμαιιυνάδες.” Elian. de Animal. lib.

Ibid.-
Toid, ἰθρίγκωσιν.] Ἐχαράκωσεν' | V. σαρ. 45.

Θήλειαι τοκάδες· τοὶ δ ̓ ἄρσενες ἐκτὸς ἔαυον,
Πολλὸν παυρότεροι· τοὺς γὰρ μινύθεσκον ἔδοντες
̓Αντίθεοι μνηστῆρες· ἐπεὶ προΐαλλε συβώτης
Αἰεὶ ζατρεφέων σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων·
Οἱ δὲ τριηκόσιοί τε καὶ ἑξήκοντα πέλοντο.
Πὰρ δὲ κύνες, θήρεσσιν ἐοικότες αἰὲν ἴαυον
Τέσσαρες, οὓς ἔθρεψε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν.
Αὐτὸς δ ̓ ἀμφὶ πόδεσσιν ἑοῖς ἀράρισκε πέδιλα,
Τάμνων δέρμα βόειον, ἐυχροίς· οἱ δὲ δὴ ἄλλοι
Ὤχοντ' ἄλλυδις ἄλλος, ἅμ ̓ ἀγρομένοισι σύεσσιν
Οἱ τρεῖς· τὸν δὲ τέταρτον ἀποπροέηκε πόλινδε,
Σῦν ἀγέμεν μνηστήρσιν ὑπερφιάλοισιν ἀνάγκῃ,
Οφρ' ιερεύσαντες, κρειῶν κορεσαίατο θυμόν.

Foeminae genitrices; mares autem foris dormiebant,
Multò pauciores; hos enim minuebant comedentes
Eximii proci; quippè mittebat subulcus

Semper saginatorum porcorum optimum omnium :
Hi verò trecentique et sexaginta erant.

Juxta autem canes, feris similes, semper dormiebant
Quatuor, quos nutriverat subulcus, princeps virorum.
Ipse autem circa pedes suos aptabat calceamenta,

Incidens pellem bubulam, benè-coloratam: caeteri autem jam
Ibant aliò alius; cum congregatis suibus
Tres ; quartum autem dimiserat ad-urbem,
Suem ut-ageret procis superbis, ex-necessitate;
Ut sacris-factis, carnibus satiarent-se animo.

Ver. 16. Θήλειαι τοκάδες.] Eustathius ex Epitheto isto “ τοκάδες" colligendum existimat, praeter has, alias fuisse steriles. Όρα δὲ (inquit) καὶ ὡς μεταξὺ ἀρσίνων συῶν καὶ τοῦ κάδων οὐκ ἔθετο μὲν τὰς στείρας, ἐνέφηνε δὲ ὅμως καὶ αὐτὰς, διὰ τοῦ εἰπεῖν, “ θήλειαι τοκάδες...” διὰ τὸ εἶναι καὶ ἑτεροίας θηλείας αἳ μὴ τοκάδες εἰσί. Cui tamen observationi vix ullus videtur locus.

Ver. 18. ̓Αντίθεοι μνηστήρες.] Male Scholiastes : Νῦν, οἱ ἐναντίοι τοῖς θεοίς. Quo sensu vox ̓Αντίθεος nusquam apud Poetam usurpatur. Reetius Eustathius: Τὸ δὲ, “ Αντί* θεοι μνηστήρες, · εἰ τοὺς ἰσοθέους λέγει, διά σε γένος τυχὸν, καὶ κάλλος καὶ πλοῦτον καὶ ἀνδρίαν, Ομηρικώτερον ἐστί. Vide ad Il. γ', 16. et d', 88.

[ocr errors]

Ver. 21. Πὰρ δὲ κύνες, θήρεσσιν ἐοικότες.] Ὅτι καὶ τοῖς σμικροτάτοις καλὰ τινὰ παραπλέ κων ὁ Ποιητὴς, πλάττει ἐνταῦθα καὶ ὅτι ἐκινδύνευσεν ἂν μικροῦ ὁ Ὀδύσσεὺς ἐκ τῶν κυνῶν τοῦ Εὐμαίου, εἰ μὴ οἷα σοφὸς ἐφυλάξατο. Eustath.

|

[ocr errors]
[blocks in formation]

ἐπὶ τῇ εὐγενείᾳ. Schol. Aliter Eustathius: Ότι σεμνύνων τὸν Εὔμαιον, λέγει

66

ὄρχαμον ἀνδρῶν,” ἤγουν ἀρχικὸν ἄνδρα· ἢ καὶ ἄρχοντα δούλων ἑτέρων, ὡς καὶ μετὰ ταῦτα φανεί ται. Videtur autem Epitheto hoe apud Poetam, ut et Epitheto δίας, supra ver. 2. et similibus, homo quavis de causa eximius denotari. Similiter Philatius bubulcus, ὄρο χαμος ἀνδρῶν appellatur infrà ύ, 185. Vide suprà ad ver. 2.

Ver. 24. Τάμνων.] Αl. Τέμνων.
Ibid. · ἐϋχροές.] Αl. εύχροον.
Ibid. · οἱ δὲ δὴ ἄλλοι.] Ων δηλαδὴ ἦρχεν
ὁ Εὔμαιος. Eustath.

Ver. 26. -- · ἀποπροέηκε.] Vox ἀποπροέης *s hoc in loco non est Perfectum, sed doristus ex ἀποπροϊημαι. Alioqui non constaret Temporum ratio. Vide ad Il. ά, 57.

Ver. 28. · κορεσαίατο θυμόν.] Αl. κορε σαίατο θυμῷ. Quæ forte et verior lectio. Maxime enim propria ista Vocis Media significatio; "Ut se ipsi satiarent animo." Atque ita infra ver. 46. κορεσσάμενος κατὰ θυμόν. Vide supra ad 1, 491. et ad Il. τ', 167. Caeterum Eustathius hoc mala in parte · ὄρχαμος ἀνδρῶν.] Νῦν ἔξοχος | accipit, Procisque à Poetâ vitio datum exim

Ibid. · αἰὲν ἔαυον.] Eustathius in commentario citat, ἐκτὸς ἴανον. Ex versu (ut videtur) 16. Ver. 22.

« ZurückWeiter »